μπερτοδουλισμός

μπερτοδουλισμός
ο
πονηρό τέχνασμα, πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μπερτόδουλος / Μπερτόλδος, κύριο πρόσωπο τής σάτιρας Πανουργίαι υψηλόταται Μπερτόλδου τού Ιταλού Τζούλιου Τσέζαρε ντέλα Κρότσε + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπερτόδουλος — και μπερτόλδος, ο πονηρός χωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. Μπερτόδουλος / Μπερτόλδος (βλ. λ. μπερτοδουλισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”